-
1 παράταξις
2 marshalling, line of battle,π. ποιεῖσθαι Isoc. 10.53
; ἐν τῷ μεταξὺ χωρίω τῶν π. Plb.15.12.3 ;ἡ π. τοῦ πολέμου LXX Nu.31.14
;ἐν π. ἀποθνῄσκειν Phld. Mort.29
;ὡς ἐν παρατάξει Arr.Epict.3.22.69
; ἐκ παρατάξεως in pitched battle, Th.5.11, D.9.49, Aeschin.3.88 ; ἐν ταῖς προγεγενημέναις π. in the previous battles, Plb.1.40.1 ;μετὰ τὰν π. τὰν γενομέναν αὐτοῖς ποτὶ Πριανεῖς Schwyzer 289.105
(Priene, ii B.C.), cf. IG 42(1).28.1 (Epid., ii B.C.).II of marshalling a political party,τὴν μὲν παρασκευὴν ὁρᾶτε.. καὶ τὴν παράταξιν, ὅση γεγένηται Aeschin.3.1
; conspiracy, intrigue,ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου D.44.3
; partisanship,φιλονεικία καὶ π. τῶν θεατῶν Plu.Cim.8
; obstinate opposition,κατὰ ψιλὴν π. ὡς οἱ Χριστιανοί M.Ant.11.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράταξις
См. также в других словарях:
παράταξη — η / παράταξις, άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτων νεοελλ. 1. η τάξη, η… … Dictionary of Greek